„Schutzbrille“: Femininum, weiblich SchutzbrilleFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προστατευτικά γυαλιά προστατευτικά γυαλιάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Schutzbrille Schutzbrille