„Schurwolle“: Femininum, weiblich SchurwolleFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μαλλί προβάτου μαλλίNeutrum, sächlich | ουδέτερο n προβάτου Schurwolle Schurwolle examples reine Schurwolle αγνό παρθένο μαλλίNeutrum, sächlich | ουδέτερο n reine Schurwolle