„Schulschwänzerin“: Femininum, weiblich SchulschwänzerinFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μαθήτρια αδικαιολογήτως απούσα μαθήτριαFemininum, weiblich | θηλυκό f αδικαιολογήτως απούσα Schulschwänzerin Schulschwänzerin