„schürfen“: intransitives Verb schürfenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εξορύσσω, διεξάγω μεταλλευτικές έρευνες εξορύσσω, διεξάγω μεταλλευτικές έρευνες schürfen schürfen
„Schürfen“: Neutrum, sächlich SchürfenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μεταλλευτική έρευνα μεταλλευτική έρευναFemininum, weiblich | θηλυκό f Schürfen Schürfen