„Schrebergarten“: Maskulinum, männlich SchrebergartenMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αγροτεμάχιο του δημοσίου ενοικιαζόμενο για την καλλιέργεια κηπευτικών Schrebergarten Schrebergarten