Schnulze
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> umgangssprachlich | οικείοumg pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μερακλίδικο τραγούδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSchnulzeαμανέςMaskulinum, männlich | αρσενικό mSchnulzeSchnulze