„Schneeglätte“: Femininum, weiblich SchneeglätteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκληρό συσσωρευμένο χιόνι σκληρό συσσωρευμένο χιόνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Schneeglätte Schneeglätte