„schmerzverzerrt“: Adjektiv schmerzverzerrtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παραμορφωμένος από τον πόνο παραμορφωμένος από τον πόνο schmerzverzerrt Gesicht schmerzverzerrt Gesicht