Schlitzohr
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -en> umgangssprachlich | οικείοumgOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πανούργοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mSchlitzohrκατεργάρηςMaskulinum, männlich | αρσενικό mSchlitzohrπανούργαFemininum, weiblich | θηλυκό fSchlitzohrκατεργάραFemininum, weiblich | θηλυκό fSchlitzohrSchlitzohr