„Schiffskarte“: Femininum, weiblich SchiffskarteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εισιτήριο για το πλοίο/του πλοίου εισιτήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n για το πλοίο/του πλοίου Schiffskarte Schiffskarte