„Schaulaufen“: Neutrum, sächlich SchaulaufenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επιδείξεις παγοδρομιών επιδείξειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl παγοδρομιών Schaulaufen Schaulaufen