„schattenhaft“: Adjektiv schattenhaftAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκιερός, ύποπτος, ανέντιμος σκιερός schattenhaft schattenhaft ύποπτος, ανέντιμος schattenhaft in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig schattenhaft in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig