Scharfblick
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- οξυδέρκειαFemininum, weiblich | θηλυκό fScharfblickδιορατικότηταFemininum, weiblich | θηλυκό fScharfblickScharfblick