„Schanzenrekord“: Maskulinum, männlich SchanzenrekordMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ρεκόρ άλματος με σκι ρεκόρNeutrum, sächlich | ουδέτερο n άλματος με σκι Schanzenrekord Sport | αθλητισμόςSPORT Schanzenrekord Sport | αθλητισμόςSPORT