Schadenersatz
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-es>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αποζημίωσηFemininum, weiblich | θηλυκό fSchadenersatz Rechtswesen | νομικός όροςJURSchadenersatz Rechtswesen | νομικός όροςJUR