„satthaben“: transitives Verb satthabentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βαρέθηκα! βαρέθηκα τις ιδιοτροπίες του examples ich habe es satt! βαρέθηκα! ich habe es satt! ich habe seine Launen satt! βαρέθηκα τις ιδιοτροπίες του ich habe seine Launen satt!