„Sandalette“: Femininum, weiblich SandaletteFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ψηλοτάκουνο σανδάλι ψηλοτάκουνο σανδάλιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Sandalette Sandalette