„Sammlerstück“: Neutrum, sächlich SammlerstückNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συλλεκτικό αντικείμενο συλλεκτικό αντικείμενοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Sammlerstück Sammlerstück