salbungsvoll
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μελοδραματικόςsalbungsvoll Redesalbungsvoll Rede