„säumig“: Adjektiv säumigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καθυστερημένος, αργοπορημένος καθυστερημένος, αργοπορημένος säumig Zahler, Schuldner säumig Zahler, Schuldner