„Rune“: Femininum, weiblich RuneFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ψηφίο ρουνικής γραφής ψηφίοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ρουνικής γραφής Rune Rune