„Rufweite“: Femininum, weiblich RufweiteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σε μεγάλη απόσταση σε μικρή απόσταση examples außer Rufweite σε μεγάλη απόσταση außer Rufweite in Rufweite σε μικρή απόσταση in Rufweite