„Rotgrünblindheit“: Femininum, weiblich RotgrünblindheitFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μορφή αχρωματοψίας, κατά την οποία ο ασθενής αδυνατεί να διακρίνει το πράσινο από το κόκκινο χρώμα Rotgrünblindheit Rotgrünblindheit