„Rivale“: Maskulinum, männlich RivaleMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-n; -n> RivalinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αντίζηλος αντίζηλοςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f Rivale Rivale