„Ringfinger“: Maskulinum, männlich RingfingerMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παράμεσο δάχτυλο, παράμεσος παράμεσο δάχτυλοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ringfinger παράμεσοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Ringfinger Ringfinger