„Riesenspaß“: Maskulinum, männlich RiesenspaßMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γλέντι τρικούβερτο γλέντιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n τρικούβερτο Riesenspaß Riesenspaß