„Rezeptpflicht“: Femininum, weiblich RezeptpflichtFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υποχρεωτική συνταγογράφηση υποχρεωτική συνταγογράφησηFemininum, weiblich | θηλυκό f Rezeptpflicht Rezeptpflicht