„Rentenreform“: Femininum, weiblich RentenreformFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση συνταξιοδοτική μεταρρύθμισηFemininum, weiblich | θηλυκό f Rentenreform Rentenreform