„Reiseroute“: Femininum, weiblich ReiserouteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δρομολόγιο ταξιδιού δρομολόγιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n (του) ταξιδιού Reiseroute Reiseroute