„Reisefieber“: Neutrum, sächlich ReisefieberNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ταξιδιωτικός πυρετός ταξιδιωτικός πυρετόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Reisefieber Reisefieber