„Reformeifer“: Maskulinum, männlich ReformeiferMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μεταρρυθμιστικός ζήλος μεταρρυθμιστικός ζήλοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Reformeifer Reformeifer