Rechtsverdreher
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej humorvoll, scherzhaft | χιουμοριστικάhumOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ανέντιμος δικηγορίσκοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mRechtsverdreherRechtsverdreher