rechtskräftig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τελεσίδικος, έγκυροςrechtskräftig Rechtswesen | νομικός όροςJURrechtskräftig Rechtswesen | νομικός όροςJUR
Thank you for your feedback!