„Raststätte“: Femininum, weiblich RaststätteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εστιατόριο σε εθνική οδό εστιατόριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n σε εθνική οδό Raststätte Raststätte