„Rassentrennung“: Femininum, weiblich RassentrennungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φυλετικός διαχωρισμός φυλετικός διαχωρισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Rassentrennung Rassentrennung