„Quotenfrau“: Femininum, weiblich QuotenfrauFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) είναι η γυναίκα της επιτροπής... examples sie ist die Quotenfrau des Gremiums είναι η γυναίκα της επιτροπής, ώστε να συμπληρωθεί η απαιτούμενη αναλογία sie ist die Quotenfrau des Gremiums