„Pulswärmer“: Maskulinum, männlich PulswärmerMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μάλλινο περικάρπιο μάλλινο περικάρπιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Pulswärmer Pulswärmer