„Probeangebot“: Neutrum, sächlich ProbeangebotNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δοκιμαστική προσφορά δοκιμαστική προσφοράFemininum, weiblich | θηλυκό f Probeangebot Probeangebot