Pöstler
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> PöstlerinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> schweizerische Variante | ελβετική παραλλαγήschweizOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ταχυδρόμοςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fPöstlerPöstler