„Plexiglasscheibe“: Femininum, weiblich PlexiglasscheibeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τζάμι από πλεξιγκλάς τζάμιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n από πλεξιγκλάς Plexiglasscheibe Plexiglasscheibe