„Plenarsitzung“: Femininum, weiblich PlenarsitzungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συνεδρίαση της ολομέλειας συνεδρίασηFemininum, weiblich | θηλυκό f της ολομέλειας Plenarsitzung Plenarsitzung