„Planwirtschaft“: Femininum, weiblich PlanwirtschaftFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σχεδιοποιημένη οικονομία σχεδιοποιημένη οικονομίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Planwirtschaft Planwirtschaft