Pionier
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -e>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πρωτοπόροςMaskulinum, männlich | αρσενικό mPionierPionier
- σκαπανέαςMaskulinum, männlich | αρσενικό mPionier Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILPionier Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL