„Pilzvergiftung“: Femininum, weiblich PilzvergiftungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δηλητηρίαση από μανιτάρια δηλητηρίασηFemininum, weiblich | θηλυκό f από μανιτάρια Pilzvergiftung Pilzvergiftung