„Physikum“: Neutrum, sächlich PhysikumNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -ka> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προπαρασκευαστικές εξετάσεις ιατρικής προπαρασκευαστικές εξετάσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl ιατρικής Physikum Physikum