„Pfingstwoche“: Femininum, weiblich PfingstwocheFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εβδομάδα της Πεντηκοστής εβδομάδαFemininum, weiblich | θηλυκό f της Πεντηκοστής Pfingstwoche Pfingstwoche