„Pendlerin“: Femininum, weiblich PendlerinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εργαζόμενη που μετακινείται καθημερινά από και προς τον τόπο εργασίας Pendlerin Pendlerin