„Pendelverkehr“: Maskulinum, männlich PendelverkehrMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) οδική κίνηση που αποτελείται από άτομα που οδηγούν προς και από τον χώρο εργασίας τους Pendelverkehr Pendelverkehr