„passwortgeschützt“: Adjektiv passwortgeschütztAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προστατευμένος με κωδικό πρόσβασης προστατευμένος με κωδικό πρόσβασης passwortgeschützt passwortgeschützt