„Passhöhe“: Femininum, weiblich PasshöheFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υψηλότερο σημείο πάσας υψηλότερο σημείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n πάσας Passhöhe Passhöhe